- ευδιάλλακτος
- -η, -ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, -ον)αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α-διάλλακτος, δυσ-διάλλακτος].
Dictionary of Greek. 2013.